-
1 лауреат
лауреат м о βραβευμένος· \лауреат Ленинской премии βραβείο Λένιν \лауреат Международной Ленинской премии «За укрепление мира между народами» το Διεθνές βραβείο Λένιν της ειρήνης" \лауреат Государственной премии Κρατικό βραβείο* * *мο βραβευμένοςлауреа́т Госуда́рственной пре́мии — Κρατικό βραβείο
-
2 премия
премия ж 1) (награда) το βραβείο· Ленинская премия Βραβείο Λένιν присудить \премияю βραβεύω, απονέμω βραβείο 2) (надбавка) το επιχορήγημα, το επίδομα* * *ж1) ( награда) το βραβείοприсуди́ть пре́мию — βραβεύω, απονέμω βραβείο
2) ( надбавка) το επιχορήγημα, το επίδομα -
3 премия
премияж1. (награда) τό βραβεῖο[ν], τό ἀριστεῖο[ν]:Международная Ленинская \премия ми́ра τό διεθνές βραβείο Λένιν τής ἐΙρήνης· Нобелевская \премия τό βραβείο Νόμπελ· первая \премия τό πρώτο βραβείο·2. эк. τό βραβείο[ν], ἡ ἐπιχορήγησις:страховая \премия τό ἀσφάλιστρον. -
4 лауреат
лауреатм ὁ βραβευμένος:\лауреат Ленинской премии βραβείο Λένιν. -
5 мир
мир Iχ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·2. (среда) ὁ κόσμος:животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.мир IIм (спокойствие) ἡ είρήνη:жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό.
См. также в других словарях:
βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Θεοδωράκης, Μίκης — (Χίος 1925 –). Μουσικοσυνθέτης. Κατάγεται από την Κρήτη. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και στο Ωδείο του Παρισιού. Το 1942 τον συνέλαβαν οι ιταλικές κατοχικές αρχές. Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία και το 1948 στη Μακρόνησο. Το 1960 άρχισε ουσιαστικά… … Dictionary of Greek
Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… … Dictionary of Greek
Καντόροβιτς, Λεονίντ Βιταλίεβιτς — (Leonid Vitaliyevich Kantorovich, Αγία Πετρούπολη 1912 – 1986). Ρώσος μαθηματικός. Σε ηλικία μόλις 14 ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, από το οποίο αποφοίτησε το 1930. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek
Κουρτσάτοφ, Ιγκόρ Βασίλιεβιτς — (Igor Vasilievich Kurchatov, Τσελιάμπινσκ 1902 – Μόσχα 1960). Ρώσος φυσικός, πενεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Κριμαίας εργάστηκε ως βοηθός στο τμήμα της φυσικής του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου του… … Dictionary of Greek
Προχόροφ, Αλεξάντρ Μιχαΐλοβιτς — (Aυστραλία, 1916). Ρώσος φυσικός. Το 1954 μπήκε στο εργαστήριο ταλαντώσεων του Ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ, και εκτέλεσε εργασίες επί της θεωρίας ταλαντώσεων. Ασχολήθηκε με τα φαινόμενα του μαγνητικού συντονισμού. Το 1959… … Dictionary of Greek
Ρίτσος, Γιάννης — (Μονεμβασία 1909 – 1990). Ποιητής. Φοίτησε στο δημοτικό της γενέτειράς του και τελείωσε το γυμνάσιο στο Γύθειο. Το 1926, έπειτα από σύντομη διαμονή στην Αθήνα, γύρισε στη Μονεμβασία. Λόγοι υγείας όμως τον ανάγκασαν να καταφύγει σε διάφορα… … Dictionary of Greek
Ρίχτερ, Σβιατοσλάβ Τεοφίλοβιτς — (Ζιτομίρ, Ουκρανία 1914). Σοβιετικός πιανίστας. Αν και αποκάλυψε πρώιμο μουσικό ταλέντο, ήρθε αργά η αναγνώριση του στους διεθνείς κύκλους συναυλιών, στους οποίους επρόκειτο αργότερα να σημειώσει θριάμβους. Φοίτησε το 1937 στο Ωδείο της Μόσχας… … Dictionary of Greek
Χατσατουριάν, Αράμ Ίλιτς — (Τμπιλίσι 1903). Ρώσος συνθέτης. Αφού πήρε πτυχίο βιολοντσέλου και σύνθεσης από το Ωδείο της Μόσχας, συγχώνευσε, στην πλούσια παραγωγή του, το λαϊκό στοιχείο σε μια γλώσσα, όπου συχνά αναγνωρίζει κανείς απόηχους του γαλλικού εμπρεσιονισμού.… … Dictionary of Greek
Αμάντο, Χόρχε — (Jorge Amado, Ιλιέους, επαρχία Μπάια 1912 – 2001). Βραζιλιάνος μυθιστοριογράφος. Στα πρώτα του έργα (Κακάο, 1933 και Ιδρώτας, 1934)περιγράφονται οι κοινωνικοί αγώνες και οι πολιτικές διεκδικήσεις των εργατών της πόλης και της υπαίθρου. Στα… … Dictionary of Greek